Πολύ πριν καταλάβει κυρίαρχη θέση στο δημόσιο λόγο, η ζωή των Ελλήνων που ξεπερνούσε τα όρια των δυνατοτήτων της οικονομίας τους, ως σπόρος ενοχής φυτεμένος από τη φιλοκυβερνητική αφήγηση της κρίσης, είχε στοχοποιηθεί από τον αντισυστημικό χώρο, ως στοιχείο παρακμής μιας κοινωνίας που έχει γλυκά αποπλανηθεί από τη γοητεία του καταναλωτισμού.
Ο βίος πέραν των δυνατοτήτων βέβαια, καθρέπτιζε και μια εμπορική ανάγκη της εποχής. Η εύκολη πρόσβαση σε ρευστό υπέκρυπτε αφενός τον ανταγωνισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων για διεύρυνση του πελατολογείου τους, αφετέρου τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας που επιθυμούσε την ενίσχυση της ζήτησης για κατανάλωση. Πιο συγκεκριμένα, η ευρωζώνη, παρά τις εγγενείς αδυναμίες τις οποίες βασανιστικά βιώνομε σήμερα, κατάφερε να ορθοποδήσει, συντηρώντας ένα σύστημα συγκράτησης της προσφοράς και της ζήτησης με χαμηλά επιτόκια όπου το ρόλο του παραγωγού-προσφέροντα είχαν αναλάβει οι βόρειες βιομηχανικές χώρες και το ρόλο του καταναλωτή οι νότιες-καταναλωτικές. Και έτσι το πείραμα μπορεί να μην ήταν εξίσου επιτυχημένο, ήταν όμως για όσους το σχεδίασαν ιδιαίτερα κερδοφόρο.
Η εύκολη πρόσβαση σε δανεικό ρευστό όμως έπαυσε κάποια στιγμή και οι αδυναμίες ήρθαν στην επιφάνεια. Τα νοικοκυριά που στήθηκαν όχι τόσο στο εισόδημα που προερχόταν από την εργασία αλλά στο εισόδημα που προερχόταν από πίστωση ήταν τα πρώτα που κατέρρευσαν. Και δεν αντέδρασαν και ιδιαίτερα αφού “σοφά” και έγκαιρα η κυβερνητική προπαγάνδα είχε φροντίσει να διαχύσει την ενοχή. Πολλά μέλη των νοικοκυριών μάλιστα, αναγνωρίζοντας μόνο τα προσωπικά τους λάθη, εσωτερίκευσαν σε τέτοιο βαθμό τη κρίση που έδωσαν τέλος από μόνοι τους στην ζωή. Την απάτη που είχε στηθεί γύρω από τον εύκολο δανεισμό δυστυχώς δεν κατάφεραν να τη δουν ή δεν είχαν το κουράγιο να την αντιμετωπίσουν. Εύκολες, και γι’αυτό ξεκάθαρα λαϊκιστικές επεξηγήσεις του τύπου “τα λεφτά από τις επιδοτήσεις πήγαν μόνο σε καγιέν αντί για ανάπτυξη” άνθισαν γρήγορα σαν τη μαστίχα στο υδρογενές έδαφος της Χίου.
Θα ήταν όμως τουλάχιστον άδικο να πιστώσουμε την απομυθοποίηση της ευδαιμονίας στη νεοφιλελεύθερη πολιτική επικοινωνία. Πολύ πριν καταλάβει το δημόσιο λόγο το δόγμα του σοκ, η κοινωνία του θεάματος και της σπατάλης είχε απαξιωθεί σε αμέτρητους τοίχους με συνθήματα ανά την Ελλάδα, είχε κολαστεί σε πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις με θέμα τη σήψη που επιφέρει ο επίπλαστος πλούτος, και αναλυθεί σχεδόν σε κάθε επιστημονικό κείμενο που δεν ήταν προϊόν φορέων εξαρτημένων από την κίνηση μεγάλων κεφαλαίων. Η κορυφαία όμως λόγω του τελετουργικού της, αποκαθήλωση αυτού του νοήματος ήταν η καύση του χριστουγεννιάτικου δέντρου στη πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα 4 χρόνια πριν, 8 Δεκεμβρίου του 2008.
Στο δυτικό κόσμο οι εορτές για τη γέννηση του Ιησού έχουν μετατραπεί παντού σε ένα πολυήμερο εμπορικό πανηγύρι που επιβάλλουν την ανταλλαγή δώρων ανάμεσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό μετέχοντα αυτού, και οδηγούν ψυχαναγκαστικά στην ανταλλαγή ευχών και χαμόγελων συντηρώντας ένα πλαστό κλίμα ευδαιμονίας. Στην Αθήνα των εξεγερμένων νέων του 2008, στην Ελλάδα που είχε φανεί πλέον πως είναι το πιο αδύναμο κομμάτι της δυτικής καταναλωτικής αλυσίδας λόγω του εκκωφαντικά χαμηλού εμπορικού ισοζυγίου, η οπτικοποίηση αυτής της απομυθοποίησης, ήταν το φωτεινότερο σήμα κινδύνου για τη κατάρρευση που έρχεται αλλά και η αποστολή του μηνύματος της ελπίδας πως άμα τη κατάρρευση αυτή τη χειριστούν τα μέλη της κοινωνίας που δεν υπήρξαν ευνοημένοι του συστήματος, το αύριο θα είναι ανθρώπινο, η μετάβαση θα είναι γιορτή και όχι θλίψη.
Τέσσερα χρόνια μετά, με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας έχει συνειδητοποιήσει πως ο τρόπος οργάνωσης της οικονομίας που συντηρήθηκε τη δεκαετία της γρήγορης ανάπτυξης, των μεγάλων επενδύσεων και των σχετικά εύκολων κερδών, ήταν τουλάχιστον αδιέξοδος. Για αυτό και η συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη έχει καταντήσει κυρίως κοινωνικό φετίχ και όχι στρατηγικός προσανατολισμός των ανώτερων τάξεων όπως παλαιότερα. Έχει γίνει εμφανές πως σε περίοδο ύφεσης η κάθε ισχυρή κοινωνική ομάδα ανάλογα με τα ερείσματα της στα κέντρα λήψης αποφάσεων, επιδιώκει ξεκάθαρα σε βάρος της άλλης να διατηρήσει τα προνόμια και τις καταθέσεις τις οδηγώντας σε επίπεδα φτώχειας, βασανισμού και εξαθλίωσης τις πλέον ανίσχυρες με ρυθμό γεωμετρικής προόδου.
Είναι ιστορικά πρωτοφανές για το σύγχρονο Ελληνικό κράτος πόσα κοινωνικά κεκτημένα διαλύθηκαν τη περίοδο της ύφεσης, πόσα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατήθηκαν με την ασπίδα πάντα του εν λόγω κράτους που μέχρι πρότινος η επίσημη προπαγάνδα ονόμαζε καθρέπτη της κοινωνίας μας. Τώρα πια το κράτος έχει μετατραπεί σε προστάτη μονάχα μιας μικρής μερίδας πολιτών με υψηλά εισοδήματα τα οποία χωρίς προσχήματα προφυλάσσουν εκμεταλλευόμενοι την ευκολία μετανάστευσης μεγάλων κεφαλαίων σε χώρες-θησαυροφυλάκια. Αντίστοιχα, χωρίς αιδώ, γίνεται και η συγκάλυψη της κρατικής βίας σε βάρος αδύναμων διαδηλωτών, συνθέτοντας την εικόνα του κράτους-δυνάστη, του κράτους-βασανιστή, του κράτους προστάτη προνομίων των ανώτερων τάξεων.
Το πείραμα της συμφιλίωσης, αντίστοιχα με αυτό της ευδαιμονίας χρειαζόταν ένα μύθο. Εν προκειμένω ο μύθος ήταν πως το κράτος θα στηθεί σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης με την υπόσχεση πως θα διανέμει δίκαια τον παραγόμενο πλούτο, συγκρατώντας τις αντιθέσεις μεταξύ αντίπαλων δυνάμεων και οικοδομώντας με το τρόπο αυτό τη κοινωνική ειρήνη. Η βία όμως και ο εξευτελισμός που καθημερινά βιώνουν όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, από κρατικούς και παρακρατικούς δρώντες, συνιστά ένα ζοφερό περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ταιριάζει στο μύθο της συμφιλίωσης.
Με αφορμή την πορεία στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, το κυβερνών κόμμα, εξέδωσε μια εμφιλιοπολεμική ανακοίνωση γεμάτη παραλογισμό. Επιπλέον το νεοναζιστικό κόμμα σε προηγούμενη ευκαιρία είχε εκφράσει ανάλογες πολεμικές αντιλήψεις ως λύση στα προβλήματα της χώρας. Η διάθεση λοιπόν του πλέον κατεστημένου κομματιού του πολιτικού συστήματος όλο και φανερότερη γίνεται.
Το Φεβρουάριο του 2012 με αφορμή την νομοθεσία που συνόδευε το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου, είχαν γίνει πάλι διαδηλώσεις και συμβολικές πολιτικές κινήσεις. Μια από αυτές ήταν η διαρκής κρούση εκ μέρους μελών του αντισυστημικού χώρου του αγάλματος της εθνικής συμφιλίωσης που βρίσκεται στη πλατεία Κλαυθμώνος. Η εν λόγω κίνηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πιο ακριβής οπτικοποίηση της κρίσης που διέρχεται η όποια κοινωνική ειρήνη κατάφερε να οικοδομηθεί τα χρόνια της μεταπολίτευσης και ο μύθος που την ακολούθησε.
Βαδίζοντας προς ένα ακόμα πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, με πολιτικούς όρους ακόμα πιο διχαστικούς και ταπεινωτικούς για τις κατώτερες τάξεις, και έχοντας παρακολουθήσει το σκεπτικό και τις προθέσεις του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, ας αναλογιστεί κανείς τι του επιφυλάσσει το μέλλον, ποιο κοινωνικό περιβάλλον διαγράφεται και με τι όπλα πρέπει να παλέψει.
Leave a comment