Επέστρεψε σπίτι του και έβαλε να δει τηλεόραση. Η εκπομπή της Νεφέλης δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ξάπλωσε πλάγια στο καναπέ χωρίς να βγάλει τα ρούχα του και βάλθηκε να χαζεύει την οθόνη, περιμένοντας πότε η κάμερα θα πάει επάνω στην αιώνια αγαπημένη του. Εκείνη τη μέρα ήταν βαμμένη έντονα και φορούσε μια κίτρινη πουκαμίσα με βαθύ ντεκολτέ. Του έτρεχαν τα σάλια. Δεν σκέφτηκε καν πόσο θλιβερός ήταν. Είχε πάψει προ πολλού να στοχάζεται και να αναλύει αυτό του το πάθος: τη Νεφέλη θα τη ποθούσε πάντα γιατί ποτέ δεν είχε καταφέρει να την κατακτήσει. Και όσο πιο ηλίθιο και ανώριμο τον θεωρούσε τόσο θα μεγάλωσε η δική του αφοσίωση και επιθυμία. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα απέφυγε να μαλακιστεί για πάρτη της. Όχι πως δεν ήθελε, απλά τον άγχωναν η ειδήσεις που πέρναγαν από το κάτω μέρος της οθόνης με τη μορφή κρόουλ. Υποτίμηση του ευρώ. Άνοιγμα των σπρέντ. Δηλώσεις για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Νέα εγκλήματα και αυτοκτονίες.
Έκλεισε τη τηλεόραση. Προσπάθησε να μη σκέφτεται. Πήγε στο ντουλάπι που φύλαγε τα φάρμακα και έκανε να βγάλει ένα ηρεμιστικό από τη συσκευασία. Σταμάτησε λίγο πριν τα ακροδάχτυλα του αγγίξουν το κουτί. Έκλεισε ξανά το ντουλάπι και πήγε στο δωμάτιο του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα έκοβε τα χάπια.
Στην επιστολή του της 7ης Απριλίου 2011, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ως πρόεδρος της ΕΚΤ, διαμηνύει στον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ότι η επιδίωξη έστω και της επιμήκυνσης του χρέους θα έχει ως συνέπεια η κεντρική τράπεζα να τραβήξει την πρίζα της μηχανικής υποστήριξης που κρατούσε ζωντανό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Όπως γράφει: «ακόμα και μία εθελοντική αναπροσαρμογή» θα οδηγούσε σε «σημαντικές υποβαθμίσεις όλων των χρεογράφων στην Ελλάδα», με αποτέλεσμα η χώρα «να κινδυνεύει άμεσα να χάσει το μεγαλύτερο μέρος των ενεχύρων που διαθέτει για πράξεις νομισματικής πολιτικής» δηλαδή, να κηρύξει στάση πληρωμών! η λέξη που διάλεξε για να χαρακτηρίσει το επικείμενο συμβάν στην Ελληνική Οικονομία, ΑΣΦΥΞΙΑ.
28 Μαρτίου σήμερα, και στα δικαστήρια εμφανίστηκαν για ακόμα μια φορά, 11 από τις 30 οροθετικές γυναίκες που την περασμένη άνοιξη, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές του 2012, συνελήφθησαν στην Αθήνα και εξαναγκάστηκαν σε τεστ για ιό HIV. Αυτές που διαγνώστηκαν θετικές, κατηγορήθηκαν για κακούργημα και φυλακίστηκαν ενώ, την ίδια στιγμή, εικόνες τους δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο και την τηλεόραση μαζί με τα ονόματά τους όπως και το ότι ήταν φορείς του HIV. Αυτό που αποκρύφτηκε εν μέρει ήταν η κατακόρυφη αύξηση εθελοντικών επισκέψεων ανδρών σε κέντρα εξέτασης υπό το φόβο πως είχαν προσβληθεί και αυτοί. Ο όρος που χαρακτηρίζει το συμβάν αυτό, για το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, ΠΑΝΙΚΟΣ.
Ο φιλήσυχος πληθυσμός της χώρας έχασε για μερικές μέρες τη ψυχραιμία του αδυνατώντας σε πολλές περιπτώσεις να εκπληρώσει ακόμα και τις βασικές καθημερινές του λειτουργίες.
¨Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Ρευστοί Καιροί. Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας» προσπαθώντας να συλλάβει το πνεύμα της μετανεωτερικής συνθήκης ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, “Η κατάρρευση της συστηματικής σκέψης και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, καθώς και η εξασθένηση των κοινωνικών δομών οδηγούν στον κατακερματισμό της πολιτικής δράσης και του ατομικού βίου” Είμαστε τα δυνητικά θύματα ασύδοτων παιδεραστών, κοινών κακοποιών, φανατικών τρομοκρατών, κατ’ επανάληψιν δολοφόνων. Και το αποτέλεσμα των επιδεικτικά αυστηρών κατασταλτικών μέτρων προκαλούν, κατά τον Μπάουμαν, το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα – την ταχύτατη εξάπλωση των επιπέδων του φόβου που διαποτίζουν ολόκληρη την κοινωνία. Με την καίρια όμως επισήμανση του Bauman ότι αυτός ο φόβος δεν εδράζεται στο «υπαρξιακό ρίγος», στην «αυθεντική αγωνία», αλλά είναι τελικά ένας φόβος ανοίκειος, μια συστημική απλώς εκτροπή.
Παρατηρώντας και καταγράφοντας τις αντιδράσεις που ακολούθησαν στις κοινωνίες αλλά και τα άτομα μετά τις τη πτώση των διδύμων πύργων στις ΗΠΑ και τον ιό Η1Ν1 στην Ευρώπη, ο Ragnar Löfstedt καταλήγει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Risk Management in Post-Trust Society πως ο πανικός που σχετίζεται με τη δημόσια ασφάλεια ή δημόσια υγεία, δεν είναι αποτέλεσμα κακής πολιτικής διαχείρισης η ανεπιτυχούς marketing αλλά αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων που σε κάθε περίπτωση, λίγους μόλις μήνες μετά το συμβάν αποδεικνύεται πως το προετοίμασαν και ευνοηθήκαν από αυτό. Το είδος των επιχειρήσεων που στατιστικά, ευνοούνται κατά πλειοψηφία από αυτά τα γεγονότα: Τράπεζες, Ασφαλιστικοί Όμιλοι, Φαρμακοβιομηχανίες.
=//=
Μετά τις 2 τα ξημερώματα στα σκυλάδικα της Εθνικής Πύργου – Πατρών, Αθηνών – Λαμίας, γραβάτες λύνονται για να δεθούν μεγαλύτεροι κόμποι στο λαιμό και καλοχτενισμένες γυναίκες ρίχνουν την χάρτινη ηθική τους και τις χρυσές τους αλυσίδες στην τσάντα για να αντέξουν το βάρος πιο ασήκωτων, άλλων. Μετανάστες εργάτες μετρούν τα ψιλά τους να δουν αν φτάνουν να τη βγάλουν κι αυτή τη νύχτα , μπίζνες στα Βαλκάνια, πιτσιρίκες που ισορροπούν σε δωδεκάποντες ανασφάλειες, ψευτοροκάδες που βρέθηκαν εδώ στα κρυφά.
=//=
Οι ήρωες της “Ελληνικής Ασφυξίας” είναι θύματα της κρίσης και της ίδιας τους της δομικής αδυναμίας. Παλεύουν να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους και τους γύρω τους σε ένα περιβάλλον σταθερά αποθαρρυντικό. Η εξιστόρηση της περιπέτειας του καθενός γίνεται με ιδιαίτερο μεράκι από το συγγραφέα. Όλες τους θα μπορούσαν να είναι αληθινές. Για αυτό και νιώθεις πως καταφέρνει να εγκατασταθεί στο εγκέφαλο του καθενός, να συμβιώσει το δράμα τους κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του παρατηρητή και του μεσσία που στο τέλος προσφέρει στον αναγνώστη τη λύση του δράματος.
Τα μνημόνια και η ανεργία, ο ρατσισμός και ο φόβος, η κρίση γύρω μας και η κρίση μέσα μας, ειδομένες από τις διαφορετικές εκδοχές που προσφέρουν η ζωή του Στέλιου Αγρυπιώτη, του αδελφού του και της Νίνας.
Το βιβλίο του Ηλία Νίσαρη αξίζει να αγοραστεί και να διαβαστεί. Να διαβαστεί για να μάθει κανείς, αν δε ξέρει και να θυμηθεί όποιος ξέχασε, και να νιώσει πάλι, ο καθένας, τι είναι αυτό που νικά το φόβο. Αξίζει να αγοραστεί για να στηρίξει το εγχείρημα των εκδόσεων των συναδέλφων, των συναδέλφων που ορίζουν χωρίς άχρηστες ιεραρχίες και με γνώμονα την αξιοπρέπεια τις εργασιακές τους σχέσεις. Το ίδιο και ο Συγγραφέας, το έργο του οποίου αποτελεί μια μικρή πράξη αντίστασης στη συλλογική λήθη.
Αξίζει όμως να αγοραστεί και για ένα ακόμα λόγο. Για να υπάρχει στο ράφι μας η αφήγηση της ιστορίας που η γενιά μας γράφει αυτά τα χρόνια. Για να μείνει στην ιστορία η τρέχουσα γλώσσα, η γλώσσα που συμπυκνώνει τις ανησυχίες και τις ελπίδες της γενιάς μας. Γιατί σε μερικά χρόνια, δε θα διαβάζουμε με τα ίδια συναισθήματα τα γεγονότα, δε θα χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις, το παρελθόν θα βρίσκεται ανάμεσα στη δαιμονοποίηση ή την εξιδανίκευση. Και όχι στις πραγματικές του διαστάσεις, αυτές που με μέτρο και διάρκεια προσφέρει το μυθιστόρημα του Ηλία.
======
κείμενο που διαβάστηκε κατά τη παρουσίαση της “Ελληνικής Ασφυξίας” τη Παρασκευή 28-3-2014, στο βιβλιοπωλείο “Μώβ Σκίουρος” από τον “μπλόγκερ ” 🙂
Leave a comment