Feeds:
Posts
Comments

H Σελήνη, 66 ερωτήσεις, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ζακλίν Λέντζου με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Κόκκαλη. Η Σοφία Κόκκαλη υποδύεται μια νεαρή κοπέλα, την Άρτεμις, μια κοπέλα που  θα βρεθεί μόνη να αναλάβει το φορτίο της φροντίδας του πατέρα.

H Άρτεμις δεν έχει αδέλφια. έχει μητέρα αλλά η μητέρα έχει χωρίσει με τον πατέρα και έτσι δεν ενδιαφέρεται. άρα η Άρτεμις είναι μόνη. τουλάχιστον έχει χρήματα γιατί όλο το σκηνικό εκτυλίσσεται σε ένα πάρα πολύ πλούσιο σπίτι του αστικού κόσμου. αυτό, ίσως, είναι και η μόνη παρηγοριά. αλλά για εμάς τους θεατές η εικόνα αυτή του ψυχρού αστικού αρχοντικού έχει αρχίσει να κουράζει, από τον κυνόδοντα και μετά, το miss violence, το Atterberg, πέρασε τόσες φορές από τα μάτια μας που έχασε την αλληγορία της. έγινε ρεαλιστική. η indie – garage μουσική, ναι δεκτή, η είτιζ ενδυμασία, οριακά ανεκτή, αλλά η σεμνή αστική υπεροχή, κουραστική.

όπως και να’χει η ταινία Σελήνη 66 ερωτήσεις είναι μια ταινία για την ενηλικίωση. για την ενηλικίωση που έρχεται όταν έχεις όλο το βάρος των αποφάσεων για τη ζωή ενός ανθρώπου πάνω σου. η ταινία παρακολουθεί τη διακύμανση των συναισθημάτων του κοριτσιού, ενός κοριτσιού σε διαρκή κρίση, καθώς συνεχώς πρέπει να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο, και είναι πραγματικά μνημειώδης η παρακολούθηση, αλλά η αφήγηση είναι ανύπαρκτη. διαβάζοντας κάπου μια συνέντευξη της σκηνοθέτριας Ζακλίν Λέντζου, είδα πως απαντάει σε αυτόν τον προβληματισμό δηλώνοντας πως έτσι είναι η ζωή, δεν υπάρχει ενιαία αφήγηση, οι εικόνες και οι σκηνές εμφανίζονται μπροστά μας απροειδοποίητα.

ok. το δέχομαι πως έτσι είναι η ζωή. ή τέλος πάντων έτσι είναι η ζωή της Λέντζου. δεν δέχομαι όμως πως είναι έτσι το σινεμά. πως νοείται σινεμά χωρίς αφήγηση. η σκηνοθέτρια παρακολουθεί τα στάδια εξέλιξης της νόσου του πατέρα μέσα από τα μάτια της κοπέλας. τα μάτια της κοπέλας στην περίπτωση μας είναι ο φακός της κάμερας. ο φακός της κάμερας κάνει συνέχεια κοντινές λήψεις σε ότι μπορεί να προκαλέσει δυσφορία στην ηρωίδα, όπως η αγένεια των συγγενών ή η βουλιμία των φίλων, ή το τραύμα στο χέρι της, ενώ κινηματογραφεί από ασφαλή απόσταση τις στιγμές χαράς της ηρωίδας όπως το παιχνίδι με τους φίλους ή το παιχνίδι με το νερό.

είναι λοιπον τα πλάνα μια απάντηση στο τι σημαίνει κοντινός; σημαίνει δηλαδή κοντινός κάποιος που σου φαίρνει δυσφορία; κάποιος που έχει όλες τις τυπικές προϋποθέσεις να γίνει αγαπημένος αλλά δεν έγινε ποτέ; κάποιος που θες, αλλά δεν μπορείς να ξεφορτωθείς; ή μήπως η ερώτηση “τι σημαίνει κοντινός” είναι ρητορική; όταν μιλάς για τον πατέρα σου δεν μιλάς για κάποιον κοντινό, σωστά; μιλάς για κάποιον μοναδικό.

εδώ πάντως έχουμε κοντινά πλάνα για τους κοντινούς και πλάνα από απόσταση για τους μοναδικούς ανθρώπους και τις μοναδικές στιγμές. όπως η σκηνή που η Σοφία μαθαίνει στον πατέρα της πως να κινείται με το αναπηρικό καροτσάκι. κάνει μια τόσο θλιβερή συνθήκη να μοιάζει παιχνίδι. και αυτό όμως το βλέπουμε από ασφαλή απόσταση. τόσο που αναρωτιώμαστε γιατί να μην θέλει να φέρει πιο κοντά μας τη χαρά; γιατί να μην θέλει να δώσει μια πιο μεγάλη ένταση στο συναίσθημα που χτίζει η εικόνα εκείνη τη στιγμή; γιατί τόση απόσταση; πόσο χωρισμένη απ’τη χαρά είναι τέλος πάντων αυτή η καινούργια κινηματογραφική ματιά;

αξίζει να αναφερθεί πάντως, πως η ματιά της Λέντζου δεν περιλαμβάνει μόνο επιτηδευμένες εικόνες, μόνο ψυχρά βλέμματα, μόνο καθαρά τοπία. περιλαμβάνει και στιγμές αμηχανίας, στιγμές της ζωής ενοχής, όπως η ντροπή που αισθάνεται ένας ημίγυμνος ασθενής, στιγμές που είναι σίγουρα βιωματικές, αν και δεν δίνεται ο απαραίτητος χρόνος σύνδεσης στον απροετοίμαστο θεατή.

όπως και να’χει, στην αρχή της ταινίας, ξεκινώντας από μια ξένη αλλά ασφαλή χώρα, η Αρτεμις έρχεται στην Ελλάδα για να φροντίζει ένα ζήτημα υγείας του πατέρα της. μιλά για αυτόν σε μια φίλης της σαν να πρόκειται για άγνωστο πρόσωπο, και η φίλη, όπως και εμείς, καθώς παρακολουθούμε, ξαφιναζόμαστε όταν εξηγεί πως το πρόσωπο που ασθενεί είναι ο πατέρας της. η φίλη δείχνει την εκπληξή της λέγοντας πως “νόμιαζα πως μιλούσες για κάποιον κοντινό σου”. και η Αρτεμις απαντάεί λέγοντας “τι σημαίνει κοντινός”?

είναι λοιπον τα πλάνα μια απάντηση στο τι σημαίνει κοντινός; σημαίνει κοντινός κάποιος που σου φαίρνει δυσφορία; κάποιος που έχει όλες τις τυπικές προϋποθέσεις να γίνει αγαπημένος αλλά δεν έγινε ποτέ; κάποιος που θες, αλλά δεν μπορείς να ξεφορτωθείς; ή μήπως η ερώτηση “τι σημαίνει κοντινός” είναι ρητορική; όταν μιλάς για τον πατέρα σου δεν μιλάς για κάποιον κοντινό, σωστά; μιλάς για κάποιον μοναδικό.

στο έργο πάντως, ο πόνος, η θλίψη, η μοναξιά ειναι πολύ κοντινοί. και ευτυχώς, για αυτή την καινούργια κινηματογραφική ματιά, αυτήν την μετά-weird-wave, κινηματογραφική γενιά, όχι και τόσο αγαπημένοι. ευτυχώς.

ανθρώπινα

IMG_20200426_193646

δυο μήνες κλεισμένοι στα σπίτια, ίσως και παραπάνω.
σπίτια μικρά με μπαλκόνια μικρότερα.
ανάγκη για ανάσα και ήλιο. ανάγκη για μια κουβέντα.
παρατηρούσα τους ηλικιωμένους που μας είπαν να φυλάξουμε.
μας είπαν να μην βγαίνουν έξω απ’το σπίτι γιατί υπάρχει κίνδυνος.
παρατηρούσα το κίνδυνο που υπάρχει μέσα στο σπίτι.
το κίνδυνο από τη μοναξιά, την εγκατάλειψη, την αγωνία για το τι θ’απογίνει ο κόσμος.
μικρές διαδρομές απ’το κρεβάτι στο λουτρό, απ’το σαλόνι στο μπαλκόνι και πάλι πίσω.
εναλλαγές στα καθίσματα στα ξαπλώματα στα βλέμματα που κοιτάν το κόσμο.
αγανάκτηση από τις εικόνες φρίκης που παρέλασαν από τις οθόνες.
αγανάκτηση από τις προτροπές να μείνουμε σπίτι λες και μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.
ανάγκη για μια κουβέντα παρηγοριτική από ένα δικό τους άνθρωπο.
απογεύματα στα μπαλκόνια με το τηλέφωνο στα χέρια.
πάει τέλειωσε και αυτό. ίσως ξανάρθει ίσως όχι.
άφησε όμως το αποτύπωμα του.
τώρα είναι διαφορετικά. τώρα μπορεί να βγει από το σπίτι. τώρα μπορεί να πάει πιο μακριά.
η Δευτέρα 18-5-2020 ήταν η μέρα που οι ηλικιωμένοι μπορούν να μετακινηθούν εκτός των πόλεων.
να μεταβούν στα χωριά τους. να μη ζήσουν ξανά εδώ τον εγκλεισμό.
να φύγουν ανθρώπινα. όσο δυνατόν πιο ανθρώπινα.

IMG_20200424_164920

Αν από την Ισπανική γρίπη του 1917 μέχρι τη πανδημία του 2020 δεν έχουμε καταφέρει να προστατευτούμε από θανατηφόρους ιούς, τότε πόση πρόοδο έχει σημειώσει η ανθρωπότητα; Αν ο άνθρωπος έχει καταφέρει να πατήσει στο φεγγάρι και να κάνει το γύρο της γής 16 φορές μέσα σε 24 ώρες με διαστημόπλοιο αλλά στη γη πεθαίνουν ακόμα  επειδή δεν έχουν ένα πιάτο φαγητό τότε πόση πρόοδο έχει σημειώσει η ανθρωπότητα; Αν το ανθρώπινο είδος κατάφερε να εξερευνήσει στο βαθύτερο σημείο των Ωκεανών, γνωστό και ως τάφρο των Μαριαννών, ανακαλύπτοντας πως πριν από το είδος έχει φτάσει το στίγμα του αφήνοντας μικροσωματίδια πλαστικού, πόση πρόοδο έχει σημειώσει η ανθρωπότητα; 

Πόση πρόοδο δηλαδή έχει σημειώσει η ανθρωπότητα; Πόσο μπορεί να εμπιστεύεται ο μέσος νους την ανθρώπινη διάνοια; Υπάρχει ποτέ περίπτωση να νιώσουμε ξανά ασφαλείς; Πόσους πιστούς προστάτευσε ο πανάγαθος στη χώρα που περιβάλλει το Βατικανό;  Είναι δίκαιο να αμφισβητούμε τη πίστη ή μήπως η Πίστη είναι κάτι που ζυγίζεται μονάχα μέσα μας; και δεν επιδέχεται αντιλήψεις των άλλων; Έχουμε δίκιο όσοι εμπιστευόμαστε την επιστήμη ή μήπως και η επιστήμη μας πρόδωσε; 

Υπάρχει ποτέ πιθανότητα να απαντηθεί ένα απλοϊκό ερώτημα στα σοβαρά; Ναι, μονάχα από έναν ανόητο. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να πάψουν να τίθενται απλοϊκά ερωτήματα; Όχι, γιατί είμαστε άνθρωποι, έχουμε ανάγκη από στεγανά, από βεβαιότητες που θα μας δώσουν δύναμη να προχωρήσουμε σε ένα κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα. Και όσο και αν προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε από τους ανόητους, υπάρχουν φορές που είμαστε και εμείς ανότοι. Όπως όταν πιστεύουμε πως κατέχουμε την απόλυτη γνώση. Όπως όταν κατέχουμε την απόλυτη γνώση κρίνουμε με τιμωρητική διάθεση τους ανόητους. Και οι ανόητοι δεν καταλαβαίνουν. Και εμείς συνεχίζουμε. Και εκείνοι συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν. Και εμείς συνεχίζουμε να μην καταλαβαίνουμε ότι κάποιοι άνθρωποι δεν θα καταλάβουν ποτέ. Είτε γιατί δεν μπορούν, είτε γιατί δεν θέλουν, προτιμούν να κάνουν λάθη, είτε γιατί δεν αντέχουν εμάς και το επικριτικό μας ύφος. Εμάς που νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα. Εμάς που δεν δεχόμαστε να αρθρώσουμε απλοϊκά ερωτήματα. Εμάς που μέχρι να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας, μέχρι να έρθουν τα πάνω κάτω στις ζωές μας, μέχρι να διαλυθούν και οι τελευταίες μας βεβαιότητες πιστεύαμε πως κατέχουμε το τρόπο λειτουργίας του κόσμου και αυτό μας έδινε ασφάλεια στη ζωή. Και αυτό μας κρατούσε στο έδαφος.

Εμάς που τώρα μας περιβάλλει ο φόβος και η άγνοια για το σήμερα και για το αύριο μαζί ποιά διάνοια θα μας παρηγορήσει; Εμάς που τώρα μας αρκεί να αναρωτιόμαστε πότε θα ανοίξουν τα σχολεία και τα κομμωτήρια, πότε θα ανοίξουν οι ταβέρνες και οι δρόμοι για τα χωριά μας, ποιά βεβαιότητα θα μας ξεκουράσει το καλοκαίρι; Θα υπάρξει καλοκαίρι; Μήπως ενδέχεται φέτος το καλοκαίρι τα ακραία καιρικά φαινόμενα να πολλαπλασιαστούν; Ή μήπως το ερώτημα αυτό είναι από μόνο του ακραίο και βαθύτατα επηρεασμένο από μια εποχή που τσάφ! έτσι εύκολα εξαφανίστηκε η ελπίδα για την ανθρωπότητα αλλά συνεχίζει να πορεύεται η ανθρωπότητα. Μήπως το ότι παρ’όλα αυτά συνεχίζει είναι και η λύση στο νόημα της ζωής ή μήπως έχει έρθει η ώρα να καταλάβει ότι έτσι όπως έχει στήσει το κόσμο η ανθρωπότητα, πορεύεται και αυτή και οι βεβαιότητες της σιγά σιγά προς το γκρεμό; Και αν το γκρεμό τον συνάντησε πολλές φορές στο παρελθόν τον αιώνα που πέρασε, πέφτοντας σιγά σιγά μέσα του με κίνδυνο να χαθεί για πάντα, γιατί έκτοτε δεν έβαλε μυαλό; τί τη κρατά την ανθρωπότητα ώρες ώρες τόσο μακριά απ’το μυαλό της; που το χάνει και τί στο καλό τη κάνει πάλι να το βρει; 

Ας υποθέσουμε πως δεν τρέχει τίποτα. Και τέλος πάντως αν τρέχει δεν θα τρέχει για πολύ ακόμα. Κάποια στιγμή όχι πολύ αργότερα και όχι πολύ απότομα θα επιστρέψουμε στις ζωές μας. Θα επιστρέψουμε όπως ήμασταν πριν δηλαδή στα ίδια πόστα, στις ίδιες αγωνίες, στην ίδια καθημερινότητα έχοντας περάσει ένα συλλογικό σοκ και μιλώντας για αυτό το σοκ που περάσαμε χωρίς όμως να το έχουμε περάσει ουσιαστικά γιατί θα συνεχίσει να υπάρχει ο φόβος του θανάτου. Για πόσο όμως;

Ας πούμε ότι ο φόβος θα φύγει όταν βρεθεί εμβόλιο. Μέχρι τότε ότι κάνουμε και μας φέρνει πιο κοντά θα γίνεται ενίοτε με ρίσκο και ενίοτε από ανάγκη όπως συμβαίνει τώρα με όσους δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ. Μετά το εμβόλιο και πάλι θα υπάρχει φόβος. Το συγκλονιστικότερο που συνέβη στην ανθρωπότητα δεν είναι οι χιλιάδες θάνατοι, οι συνεχόμενοι χιλιάδες θάνατοι, αλλά πως ανακάλυψε πόσο ευάλωτη είναι. Και τώρα και στο μέλλον. Σε ένα νέο θανατηφόρο ιό ας πούμε. Και αυτό θα μείνει για πάντα. Απλά θα το απωθούμε αναγκαστικά από το μυαλό μας για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Και βέβαια δεν είναι δεδομένο ότι φοβόμαστε όλοι το ίδιο. Αλλιώς το χειρίζεται κάποιος που είναι και συνεχίζει να είναι υγιής, αλλιώς κάποιος που έχει χρόνιο νόσημα και αλλιώς κάποιος που είναι μεν υγιής αλλά έχει στο σπίτι του κάποιον με χρόνιο νόσημα. Και όλα αυτά με τα σημερινά δεδομένα. Γιατί αύριο δε ξερουμε τι μας ξημερώνει στο πεδίο της υγείας. 

Σε αυτή τη καθημερινότητα θα επιστρέψουμε. Σε αυτή τη καθημερινότητα θα συνηθίσουμε. Θα συνηθίσουμε; Θα αναγκαστούμε να συνηθίσουμε. Θα βρούμε νέα εργαλεία. Θα επιλέξουμε να μας απασχολεί το νοίκι και η ΔΕΗ που δεν πληρώνεται άμα δεν έχεις έσοδα, και αυτό με τα έσοδα θέλουμε δε θέλουμε θα μας απασχολει για καιρό και πολύ έντονα. Θα επιλέξουμε να σκεφτούμε ότι το καλοκαίρι διώχνει τις λοιμώξεις. Θα επιλέξουμε να μας δίνει μια βεβαιότητα η περιοδικότητα των λοιμώξεων και η εποχικότητα. Θα επιλέξουμε να βασιστούμε στο γεγονός ότι σαν χώρα τα πήγαμε καλά, πολύ καλά. Σαν ανθρωπότητα βέβαια, όχι και τόσο καλά, αλλά δεν γίνεται να ασχολούμαστε συνέχεια με δυσάρεστα πράγματα, δε το αντέχει το μυαλό μας. Θα επιλέξουμε να χαλαρώσει το μυαλό μας μια γκάμα από θεωρίες συνωμοσίας που εξηγούν πως όλη αυτή η εμπειρία είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη από κακόβουλους πανίσχυρους δρώντες για να αποκομίσουν μυθικά οφέλη. Είναι τόσο μα τόσο χαλαρωτικές αυτές οι θεωρίες που ανθίζουν όπως οι μαργαρίτες την άνοιξη εκεί που τίποτα απότιστο δε κάνει το κόπο να ανθίσει. Τα μέσα ενημέρωσης ας πούμε κάνουν τόσο κόπο να δούνε τις πληροφορίες για επιστροφή στη κανονικότητα να ανθίζουν που λίγο λίγο, λέγε λέγε, ακόμα και αν οι συνθήκες είναι σχεδόν ίδιες με πριν, να που κάτι πάει να ανθίσει, μια πληροφορία που λέει πότε θα ανοίξουν τα κομμωτήρια για να γελάσει λιγάκι ο κόσμος βρε παιδί μου. Να χαρεί. Να νιώσει πως κάτι ανθίζει και ας είναι και μαργαρίτα. Και ας μην αρχίσει ακόμα να μαδάει για να μάθει αν τον αγαπάει. Αφού βαθιά μέσα του το ξέρει πως πια κανείς δεν τον αγαπάει, τα είδε τι γίνεται στο κόσμο γύρω του, τα έμαθε, δε χρειάζεται να μαδήσει τη μαργαρίτα για να το μάθει. Αλλά και αν τον αγαπάει τελικά, και αν όλα πάνε καλά, καλύτερα θα ήταν να το μάθει απ’τη ζωή την ίδια, να του το φέρει γλυκά εκεί που δεν το περιμένει, ας του φέρει και κάτι θετικο πια η ζωή εκεί που δεν το περιμένει.

Ας υποθέσουμε επίσης πως η ανθρωπότητα βάζει μυαλό. Πως ακριβώς θα βάλει μυαλό όταν ακόμα και τώρα οι χώρες και οι ηγέτες ο ένας κοιτάει να κλέψει από τον άλλο στη προμήθεια για τα υλικά προστασίας και τα υλικά θεραπείας, όταν ακόμα και τώρα αντί για συνεργασία γίνεται ανταγωνισμός ανάμεσα στις πολιτείες της Ευρώπης και τις πολιτείες της Αμερικής για το πως θα ανακάμψει αυτή η περίφημη οικονομία, που αν το δεις ψυχρά και λογιστικά αφού αυτή η οικονομία που έχουμε βασίζεται στο “ο θάνατος σου η ζωή μου” τότε με αυτό που συμβαίνει τώρα έχουμε ήδη αρχίσει να ανακάμπτουμε μιας και είτε για υπερταμείο διάσωσης μιλάμε είτε για προμήθεια αναπνευστήρων μιλάμε το δόγμα “ο θάνατος σου η ζωή μου” έχει πλήρως αναπτυχθεί και μπει και πάλι στις ράγες, η Ευρώπη μας τουλάχιστον, οι ηγέτες της ξεπέρασαν το σοκ του λοκντάουν, ξεπέρασαν το κόμπλεξ του να μείνουμε σπίτι για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τους ηλικιωμένους και πέρασαν στο επόμενο στάδιο του να βγούμε σιγά σιγά έξω να πάρει μπρος η οικονομία και θα προστατευόμαστε κρατώντας απόσταση και φορόντας μάσκα όπως αυτοί οι καημένοι στα ταμεία και στα μηχανάκια που δουλεύουν κούριερ και κάπως έτσι θα βάλουμε μυαλό. 

Αλλά όχι, ας πούμε πως όντως βάζουμε μυαλό και δε μας παρασύρει ο λύκος της γουόλ στρήτ που κρύβουμε μέσα μας και η λύσα για να δουλέψει η αγορά, και πως αρχίζουμε να βλέπουμε τη ζωή αλλιώς. Τη ζωή μας. Αρχίζουμε να προστατεύουμε τη ζωή μας και να μην κάνουμε άλλες υποχωρήσεις. Αρχίζουμε να γεμίζουμε επιτέλους όλα τα κεντρικά νοσοκομεία της χώρας με τον απαραίτητο εξοπλισμό και τον απαραίτητο αριθμό ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αρχίζουμε και ενδιαφερόμαστε διαχρονικά για τους ηλικιωμένους και δημιουργούμε δημόσιους χώρους φροντίδας και όχι το χάσμα ανάμεσα σε πανάκριβες κλινικές και αργό θάνατο στο σπίτι, αρχίζουμε να πληρώνουμε τους βιολόγους ερευνητές περισσότερο από τους ποδοσφαιριστές, αρχίζουμε να φέρνουμε πίσω τους γιατρούς που φύγαν για τη Γαλλία και τη Γερμανία έχοντας πρώτα σπουδάσει εδώ, αρχίζουμε να στήνουμε ένα κράτος που δε θα απαιτεί από καρκινοπαθείς να στήνονται ουρά έξω από φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, αρχίζουμε να στήνουμε ένα κράτος που δε θα σου ζητά 125 πιστοποιητικά που το ίδιο εκδιδει για να δει αν είσαι ανάπηρος και γενικά αρχίζουμε και δε το βάζουμε κάτω συνεχίζουμε, δεν ακούμε κάθε ηλίθιο που ψάχνει αφορμή να βγάλει χρήμα από κάθε αφορμή και βάζει δημοσιογράφους να γράψουν για τη προσωπική ζωή και τα χούγια του ανθρώπου που παρά τα χούγια του συνεχίζει και αυτός τη δουλειά του και προσλαμβάνει προσωπικό και φέρνει εξοπλισμό στα νοσοκομεία ακόμα και αν κανείς δε το λέει και δε το διαφημίζει, και έτσι γινόμαστε και εμείς μέρος μιας αλυσίδας που συνεχίζει και αντέχει να κάνει καλό ακόμα και όταν όλα γύρω πάνε χάλια και γίνονται όλο και πιο δύσκολα.

Και κάπως έτσι βάζουμε μυαλό γιατί ξέρουμε πια ότι όλα θα πάνε πιο δύσκολα και το μόνο που πραγματικά έχουμε είναι ο ένας τον άλλο και η μια την άλλη και ειλικρινά νοιαζόμαστε για τον άλλο και όχι μόνο για τον εαυτό μας γιατί τι καταφέραμε όταν νοιαστήκαμε μονάχα για τον εαυτό μας; Τι πραγματικά καταφέραμε; Τι απ’όλα αυτά που δημιουργήσαμε έχει αξία όταν δεν έχουμε σε μια δύσκολη και ανυπόφορη στιγμή κάποιον κοντά μας; Τι αξία έχει ένας κόσμος που κοιτάει ο ένας να φάει τον άλλο; Τι αξία έχει ένας κόσμος που πατάει ο ένας επάνω στον άλλο; Τι αξία έχει ένας κόσμος που δεν πατάει στο έδαφος; 

 

85232664_1601003460048656_5260218503801077760_o

photo by: SOOC

Με μια σχετική ασφάλεια πια, καθώς έχουν περάσει επτά μήνες επιτελικού κράτους μπορούμε να πούμε πως τόσο η πολιτική “δικαιωματισμού” του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η πολιτική “επιστροφισμού” της ΝΔ στο προσφυγικό απέτυχε, τουλάχιστον ως προς τα διακηρυγμένα. Αμφότερες οι δύο κυβερνήσεις κλήθηκαν να διαχειριστούν ένα τεράστιο όγκο αφίξεων για την υποδοχή του του οποίου δεν είχαν σαφή σχεδιασμό.

Σίγουρα όμως είχαν διαφορετικές προθέσεις.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ εκκινούσε από τη θετική διάθεση απόδοσης δικαιώματος ασύλου στους εισερχόμενους η δε ΝΔ υιοθετεί μια συντηρητική στάση ως προς την υποδοχή και τη φιλοξενία που μένει να αποδειχθεί αν μπορεί να εφαρμοστεί. Και αυτό γιατί ο τεράστιος όγκος αιτήσεων είναι αδύνατο να διεκπεραιωθεί μέσα σε λίγους μήνες όπως ζητά από την υπηρεσία ασύλου η κυβέρνηση. Επίσης δεν είναι δυνατόν να επιστραφούν 10.000 παράτυποι στις χώρες προέλευσης τη στιγμή που ο μέσος όρος επιστροφής είναι 0,6 % γι’αυτό και μέχρι τώρα έχουν επιστραφεί μόνο 84.
Το άλλο μεγάλο όνειρο είναι αυτό της φύλαξης των συνόρων, ωσάν όσοι κατάφεραν και πέρασαν από εμπόλεμες ζώνες και κράτη χωρίς σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα θα λυγίσουν σε λίγα ναυτικά μίλια, στα οποία (ακόμα) οι αρχές δεν έχουν δικαίωμα να πυροβολίσουν. Αυτό τι σημαίνει πρακτικά; Ότι πολλοί από όσους κατάφεραν και πάτησαν σε ευρωπαϊκό έδαφος θα παραμείνουν για πάντα εκτός αν επιστρέψουν οικειοθελώς όταν βελτιωθούν οι συνθήκες στις χώρες τους.
Τι νόημα έχει λοιπόν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθούσε να τους αποδώσει άσυλο και δικαίωμα παραμονής και ταυτόχρονα δεχόταν τη πίεση από την ΕΕ να τους κρατά σε άθλιες συνθήκες στα νησιά για να στείλει μήνυμα αποτροπής στους υπόλοιπους; Τι νόημα έχει σήμερα να κάνει συνεχώς δημόσιες δηλώσεις ανθρωπισμού και κατανόησης του δράματος στο οποίο όμως συνέβαλε με την απόφαση να τους εγκλωβίσει σε πέντε νησιά; Τι νόημα έχει απ΄την άλλη πλευρά η ΝΔ να δηλώνει συνεχώς πως “θα προστατέψουμε τα σύνορα” με γελοία μέσα όπως τα πλωτά φράγματα, όταν τα σύνορα της χώρας κανείς δε τα αμφισβητεί; Τι νόημα έχει να δηλώνουν συνεχώς πως θα επιστραφούν τόσες χιλιάδες σε ένα χρόνο στις χώρες τους όταν κανείς δε ξέρει τις χώρες τους και όταν τις ξέρει, οι χώρες τους δε τους δέχονται πίσω; Τι νόημα έχει να δηλώνουν πως θα επιταχύνουν τις διαδικασίες ασύλου όταν η υπηρεσίες ασύλου έχουν τεράστιο όγκο εργασίας με τις ήδη υπάρχουσες αιτήσεις οι οποίες δυστυχώς ή ευτυχώς είναι εξατομικευμένες, και δεν υπάρχει προοπτική να προσληφθούν περισσότεροι επιστήμονες στις υπηρεσίες;

Ως προς το ΣΥΡΙΖΑ η απάντηση έγκειται στον ερασιτεχνισμό και τον βολονταρισμό με τον οποίο αντιμετώπισε πολλά ζητήματα δημόσιας πολιτικής και εγκλωβίστηκε στις διακηρύξεις του. Ως προς τη ΝΔ υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο επιχειρηματικής δράσης το οποίο έχει επίκεντρο την ασφάλεια και κατ επέκταση τους εξοπλισμούς και θέλει βεβαίως να υπηρετήσει. Υπάρχει όμως και ένα κοινό σημείο στη ξεκάθαρα μη ρεαλιστική στάση και των δυο κομμάτων. Ότι αμφότερα ικανοποιούν τα ακροατήρια τους με τις συνεχείς διακηρύξεις και την ιδεολογική έναντι της ρεαλιστικής στάσης. Τόσο το κοινό του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να μαθαίνει πως υπάρχει ένα κόμμα που σέβεται τους εξαθλιωμένους ανθρώπους όσο και το κοινό της ΝΔ επιθυμεί να μαθαίνει πως υπάρχει μια κυβέρνηση που δεν αφήνει τη χώρα σαν ξέφραγο αμπέλι, μια κυβέρνηση που δε δέχεται άλλους ξένους και φυλάει τα σύνορα της χώρα ακόμα και αν αυτός που τα απειλεί είναι ο πλέον αδύναμος και ευάλωτος άνθρωπος.
Με αυτό το τρόπο τα κομματικά ακροατήρια συντηρούνται και το πολιτικό παιχνίδι παίζεται σε βάρος των προσφύγων άλλοτε με συμμάχους την ΕΕ που πληρώνει για να τους κρατάμε εδώ, και άλλοτε με τις ΜΚΟ που έχουν κληθεί με το αζημίωτο να καλύψουν τα κενά του κρατικού μηχανισμού.
Σίγουρα πάντως δεν βοηθά τους πρόσφυγες με κανένα τρόπο αυτός ο πολιτικός ανταγωνισμός. Σίγουρα αν μια κυβέρνηση ήθελε να υπηρετήσει το ρόλο της θα έπρεπε ακόμα και να συγκρουστεί με τους εταίρους της, καθώς αυτοί προκάλεσαν με τις επεμβάσεις τους το πόλεμο στις μουσουλμανικές χώρες και τη προσφυγιά, και σίγουρα θα έπρεπε να στεγάσει και περιθάλψει στοιχειωδώς όσους διαμένουν στο εσωτερικό της. Κανείς όμως δεν επιθυμεί πλέον να το δει αυτό να συμβαίνει, καθώς από τις αποτυχημένες πολιτικές και των δυο ο κόσμος έχει αγανακτήσει και παίρνει τη κατάσταση στα χέρια του. Κάτι που μπορεί να εξυπηρετεί το κρυφό σχεδιασμό για αναταραχές και ακολούθως “λύσεις εξπρές” για εγκλεισμό προσφύγων και μεταναστών σε κέντρα κράτησης, δεν έχει υπολογίσει όμως καθόλου τις επακόλουθες εξεγέρσεις όσων ας το επαναλάβουμε, κατάφεραν και πέρασαν χωρίς όπλα, από τόσες εμπόλεμες ζώνες.

Μέχρι στιγμής, η ελπίδα της παραμονής στην Ευρώπη λειτουργούσε καθησυχαστικά. Αν χαθεί η ελπίδα, θα χαθεί και η μπάλα.